- υπερκαυκάσιος
- -α, -ο, θηλ. και -ία, Ν1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον Καύκασο («υπερκαυκάσιες χώρες»)2. ως κύριο όν. α) ο Υπερκαυκάσιος, η Υπερκαυκάσια ο κάτοικος χώρας πέρα από τον Καύκασοβ) το θηλ. η Υπερκαυκασίαπεριοχή στο νότιο τμήμα τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + Καύκασος. Η λ., στον πληθ. Ὑπερκαυκάσιοι, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].
Dictionary of Greek. 2013.